- οσμομέτρηση
- (I)και οσμομετρία, ημέτρηση τής οξύτητας τής όσφρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρηση. Ο τ. οσμομετρία < οσμή + -μετρία*].————————(II)ηβλ. ωσμομέτρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσμομέτρηση — η μέτρηση της οξύτητας, της ικανότητας της όσφρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωσμομετρία — και ωσμωμετρία και ωσμομέτρηση και εσφ. τ. οσμομέτρηση, η, Ν χημ. τεχνική προσδιορισμού τών μοριακών βαρών διαφόρων ουσιών, η οποία βασίζεται στη μέτρηση ωσμωτικών πιέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. osmometrie (< ὠσμός / ώσμωση +… … Dictionary of Greek
οσμομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσμομέτρηση: Οσμομετρική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)